ετυμολογικός

ετυμολογικός
-ή, -ό (ΑΜ ἐτυμολογικός, -ή, -όν)
[ετυμολόγος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία («ετυμολογική μελέτη»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ετυμολογική
η επιστήμη που ασχολείται με την ετυμολογία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετυμολογικό
το μέρος τής γραμματικής που ασχολείται με την παραγωγή τών λέξεων από άλλες με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων, προσφυμάτων κ.λπ., καθώς και με τη σύνθεση τών λέξεων
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐτυμολογικόν
ετυμολογικό λεξικό.
επίρρ...
ετυμολογικώς (ΑΜ ἐτυμολογικῶς)
από την άποψη τού ετύμου, ως προς το έτυμον μιας λέξεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐτυμολογικός — belonging to masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετυμολογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ετυμολογία λέξης. 2. το ουδ. ως ουσ., ετυμολογικό το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με την ετυμολογία των λέξεων: Φέτος η τάξη αυτή θα διδαχτεί ετυμολογικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐτυμολογικώτερον — ἐτυμολογικός belonging to adverbial comp ἐτυμολογικός belonging to masc acc comp sg ἐτυμολογικός belonging to neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτυμολογικῶν — ἐτυμολογικός belonging to fem gen pl ἐτυμολογικός belonging to masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτυμολογικόν — ἐτυμολογικός belonging to masc acc sg ἐτυμολογικός belonging to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτυμολογικαῖς — ἐτυμολογικός belonging to fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτυμολογικοῖς — ἐτυμολογικός belonging to masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτυμολογικοῦ — ἐτυμολογικός belonging to masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτυμολογικούς — ἐτυμολογικός belonging to masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτυμολογικῆς — ἐτυμολογικός belonging to fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”